σερβικός

σερβικός
-ή, -ό, και σέρβικος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα
η σερβική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σερβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σέρβους ή στη Σερβία: Σερβικά δημοτικά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Chasaposerviko — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος), ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze vom Balkan und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind. Der… …   Deutsch Wikipedia

  • Chasaposervikos — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος) ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze von Südosteuropa und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind.… …   Deutsch Wikipedia

  • Hasaposerviko — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος), ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze vom Balkan und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind. Der… …   Deutsch Wikipedia

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • χασαποσέρβικος — ο, Ν είδος γοργού κυκλικού χορού που εκτελείται από άνδρες και γυναίκες με κράτημα από τους ώμους και με ποικίλες χορευτικές εναλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασάπης + σέρβικος] …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”